- Ἀδράστεια
- Ἀδράστεια, [dialect] Ion. [full] Ἀδρήστεια, ἡ, (ἀ- priv., διδράσκω) title of Nemesis, A.Pr.936, cf. Pl.R.451a, etc.2 fabulous plant, Ps.-Plu.Fluv.18.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ἀδραστεία — Ἀδραστείᾱ , Ἀδράστεια fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀδραστείᾳ — Ἀδραστείᾱͅ , Ἀδράστεια fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀδράστεια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αδράστεια — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Νύμφη, κόρη του βασιλιά της Κρήτης Μελισσέα. Όταν η Ρέα θέλοντας να απαλλάξει τον νεογέννητο γιο της Δία από την τύχη των άλλων της παιδιών τον παρέδωσε στη Γαία, εκείνη τον μετέφερε στην Κρήτη, τον έκρυψε στο… … Dictionary of Greek
Ἀδραστείας — Ἀδραστείᾱς , Ἀδράστεια fem acc pl Ἀδραστείᾱς , Ἀδράστεια fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀδραστείαι — Ἀδραστείᾱͅ , Ἀδράστεια fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀδρηστείης — Ἀδράστεια fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀδράστειαν — Ἀδράστεια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀδρήστεια — Ἀδράστεια fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀδρήστειαν — Ἀδράστεια fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Adrastéa — ADRASTÉA, æ, Gr. Ἀδράστεια, ας, ist so viel, als Nemesis, oder die Rach. göttinn, und hat ihren Namen entweder von dem α privativo und δράω, ich thue, weil sie nichts in ihrem Thun aufhalten kann; oder auch von διδράσκω, ich fliehe, weil ihr… … Gründliches mythologisches Lexikon